Μισθοί κάτω των 800 ευρώ για το 51,6% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, συρρίκνωση των συλλογικών και κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών, απόλυτη κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας, έναντι της πλήρους απασχόλησης είναι η απογοητευτική και άκρως ανησυχητική εικόνα της αγοράς εργασίας το 2016, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τα καταθλιπτικά στοιχεία για το πραγματικό ποσοστό ανεργίας που αγγίζει το 30%, την εκτόξευση του ποσοστού φτώχειας από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015, η αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.
Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας έχει φτάσει σε ακραία όρια τόσο ως προς τη μείωση των κοινωνικών δαπανών όσο και ως προς την υπερφορολόγηση, τονίζει το Ινστιτούτο και προειδοποιεί ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής υπονομεύει την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας» επισημαίνουν οι αναλυτές.
Με δεδομένη την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση αξιολογούν ως μικρή την πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές, και προειδοποιούν ότι η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα διευκόλυνε την έξοδο στις αγορές, δεν θα είχε, όμως, προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας.
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη οι αναλυτές εκτιμούν ότι «η επεκτατική δυναμική της οικονομίας είναι εύθραυστη και ενδογενώς αδύναμη [...] Κατά την άποψή μας, στην παρούσα φάση, δεν παρατηρείται κάποιος ουσιαστικός παραγωγικός μετασχηματισμός που θα δημιουργούσε βάσιμες προσδοκίες μετάβασης της οικονομίας σε νέο, εξωστρεφές και διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης».
Σχεδόν 30% η πραγματική ανεργία
Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το επίσημο μη εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας το γ΄ τρίμηνο του 2016 ανήλθε σε 22,6%. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.736,7 χιλιάδες άτομα (εκ των οποίων οι 2.473,7 χιλιάδες είναι μισθωτοί), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.092,6 χιλιάδες άτομα.
Από τα στοιχεία αυτά, επισημαίνεται στην έκθεση, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά το 2016 συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό την τάση οριακής βελτίωσης που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίστηκε και το 2015. Σημειώνεται πάντως ότι η βελτίωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αφορά κυρίως επισφαλείς θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, επισημαίνουν οι αναλυτές, αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Το ποσοστό αυτό, όπως εξηγούν, προκύπτει κάνοντας χρήση εναλλακτικών δεικτών εκτίμησης του ποσοστού ανεργίας, που αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της αγοράς εργασίας και που λαμβάνουν υπόψη τους ανέργους, τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση.
Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση, προστίθεται στην έρευνα.
Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.
Εξετάζοντας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή μόνο επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.
O συνδυασμός υψηλής ανεργίας, και ειδικά της υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κάλυψη των ανέργων οδηγεί σε εντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), επισημαίνεται στην έκθεση.
Τα δεδομένα αυτά, τονίζουν οι αναλυτές, καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των εργαζομένων, γεγονός που θα είχε αρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας.